επέτειος

επέτειος
η (AM ἐπέτειος, -ον και -ος, -ία, -ον)
νεοελλ.
η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον ἐπικαρπίαν», Πλάτ.)
2. αυτός που ζει, διαρκεί ένα έτος («ἐπέτεια τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εφετινός
2. ευμετάβολος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπέτεια
οι ετήσιες εισπράξεις τής αθηναϊκής πολιτείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έτ-ος + επίθημα -ειος (πρβλ. αέτ-ειος, άρκτ-ειος). Η νεοελληνική σημ. τής λ. προήλθε από την αρχαιότερη «κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπέτειος — annual masc nom sg ἐπέτειος annual masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επέτειος — η η ημέρα της συμπλήρωσης ενός χρόνου ή ορισμένων χρόνων από τότε που συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός, το οποίο την ημέρα αυτή γιορτάζεται ή μνημονεύεται: Η επέτειος του γάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπετείως — ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc acc pl (doric) ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέτειον — ἐπέτειος annual masc acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg ἐπέτειος annual masc/fem acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετείων — ἐπέτειος annual fem gen pl ἐπέτειος annual masc/neut gen pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετείοις — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετείοισι — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετείου — ἐπέτειος annual masc/neut gen sg ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετείους — ἐπέτειος annual masc acc pl ἐπέτειος annual masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέτεια — ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”